συμβουλευτής

συμβουλευτής
ο, ΝΑ [συμβουλεύω]
1. αυτός που δίνει συμβουλές σε κάποιον, σύμβουλος
2. βουλευτής από την ίδια περιφέρεια ή κατά την ίδια χρονική περίοδο με κάποιον άλλον
αρχ.
(στην αρχαία Ρώμη) συγκλητικός κατά την ίδια περίοδο με άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμβουλευτής — adviser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευταῖς — συμβουλευτής adviser masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτήν — συμβουλευτής adviser masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτῶν — συμβουλευτής adviser masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτάς — συμβουλευτά̱ς , συμβουλευτής adviser masc acc pl συμβουλευτά̱ς , συμβουλευτής adviser masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμβουλευτέα — συμβουλευτέα , συμβουλευτέος to be given as advice neut nom/voc/acc pl συμβουλευτέᾱ , συμβουλευτέος to be given as advice fem nom/voc/acc dual συμβουλευτέᾱ , συμβουλευτέος to be given as advice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) συμβουλευτέα …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”